Η φάβα είναι ο καρπός του φυτού λαθούρι, που μετά την αποξήρανσή του θρυμματίζεται και μαγειρεύεται. Συνεπώς δεν πρόκειται για κάποιο φυτικό είδος αλλά για μαγειρικό προϊόν. Παρόλο που στην Ελλάδα η φάβα είναι ο χυλός από τα βρασμένα και αλεσμένα σπέρματα του αποφλοιωμένου λαθουριού, σε άλλες χώρες παρασκευάζεται είτε από μπιζέλι είτε από κουκί. Η πιο φημισμένη φάβα στη χώρα μας είναι της Σαντορίνης, ενώ καλλιεργείται και σε άλλα νησιά των Κυκλάδων, στο Φενεό, στην Πρέβεζα και στις Ερυθρές Αττικής. Η κυριότερη χώρα εισαγωγής της είναι η Τουρκία.
Ιδιότητες
Η θρεπτική αξία της φάβας είναι τεράστια, μιας και αποτελεί καλή πηγή βιταμίνης Β1, σιδήρου, χαλκού, φωσφόρου, καλίου, φυλλικού οξέως και μαγνησίου.
Επιπλέον, έχει λίγα κορεσμένα λιπαρά και χοληστερόλη και αποτελεί καλή πηγή φυτικών ινών και πρωτεϊνών. Παράλληλα βοηθά στην καλή λειτουργία του εντέρου, στη διατήρηση των επιπέδων του σακχάρου και της χοληστερόλης του αίματος.
Για την ιστορία
Τα ίχνη της φάβας, χάνονται βαθιά μέσα στους αιώνες. Το όνομα φάβα εμφανίζεται σε γραπτό κείμενο για πρώτη φορά τον 6ο προς 5ο αιώνα π.Χ σε απόσπασμα μιας τραγωδίας του Αισχύλου με την έννοια ενός ευτελούς φαγητού. Η πρώτη όμως διαπιστωμένη σύνδεση μεταξύ του όρου φάβα και του γνωστού φαγητού γίνεται από τον Έλληνα γιατρό Διοσκουρίδη τον 2ο αιώνα μ.Χ.
Βέβαια, στην αρχαιότητα η λέξη «φάβα» η οποία ονομαζόταν και «έτνος» δεν αφορούσε μόνο στο λαθούρι, αλλά μπορούσε να είναι ο χυλός από οποιοδήποτε όσπριο {κυάμινον έτνος (Φάβα από κουκιά), φάκιον έτνος (Φάβα από φακές.), ορόβιον έτνος (φάβα από ρόβι.)και λαθούριον έτνος ( Φάβα από λαθούρι) }.
Το λαθούρι, σύμφωνα με αρχαιολογικά ευρήματα, καλλιεργείται στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου εδώ και 5 χιλιάδες χρόνια.
Στον ελλαδικό χώρο, το λαθούρι καλλιεργείται από τα τέλη της 5ης χιλιετίας π.Χ Στις Κυκλάδες-ιδιαίτερα στη Σαντορίνη- ήδη από την δεύτερη χιλιετία π.Χ καταναλώνεται το λαθούρι και πρόκειται για ένα ταπεινό φαγητό που συντηρεί το φτωχό πληθυσμό.
Λάτρεις της φάβας ήταν και οι Ρωμαίοι, οι οποίοι είχαν τόσο στενή σχέση με το συγκεκριμένο φαγητό, ώστε έδωσαν το όνομά του σε μια από τις πιο γνωστές ρωμαϊκές οικογένειες, τους Φάβιους.
Η φάβα χρησιμοποιήθηκε κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, για έναν ασυνήθιστο, μη μαγειρικό σκοπό. Την περίοδο του πολέμου καταβάλλονταν μεγάλες προσπάθειες για τη βελτιστοποίηση της κατασκευής ενός βρετανικού μαχητικού αεροσκάφους. Ο στόχος ήταν να επιταχυνθεί η κατασκευή και να μειωθεί το κόστος της, διατηρώντας παράλληλα τις επιδόσεις της.
Χρησιμοποιήθηκαν λοιπόν χωνευτά καρφιά για τις ομαλότερες επιφάνειες, αλλά η διαδικασία αυτή αποδείχθηκε δυσκολότερη, πιο ακριβή και σίγουρα πιο αργή σε σχέση με τη χρήση των συνηθισμένων καρφιών με την καμπυλωτή κεφαλή. Η εναλλακτική λύση που σκέφτηκαν τότε, ήταν να κολλήσουν κόκκους φάβας πάνω σε όλα τα χωνευτά καρφιά, έτσι ώστε να προσομοιάζουν στα καρφιά με την καμπυλωτή κεφαλή.
Αυτό μείωσε την ταχύτητα κατά 35 χλμ / ώρα, γεγονός μη αποδεκτό. Έτσι οι κόκκοι φάβας αφαιρέθηκαν προοδευτικά, μέχρι να καθοριστεί ποια καρφιά χρειάζονταν πραγματικά να είναι χωνευτά . Τα αποτελέσματα του συγκεκριμένου πειράματος, εφαρμόστηκαν έκτοτε στην παραγωγή αεροσκαφών.